- δίκρουνος
- δί-κρουνος, mit zwei Quellen, Sprudelröhren
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
δίκρουνος — η, ο (AM δίκρουνος, ον) (για βρύσες ή αγγεία) αυτός που έχει δύο κρουνούς αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ δίκρουνον αγγείο με δύο χωρίσματα για δύο διαφορετικά κρασιά … Dictionary of Greek
δίκρουνος — η, ο αυτός που έχει δύο κρουνούς: Πολλές φορές στην εξοχή βρίσκεις δίκρουνες βρύσες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δίκρουνον — δίκρουνος with two springs masc/fem acc sg δίκρουνος with two springs neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικρούνου — δίκρουνος with two springs masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίκρουνοι — δίκρουνος with two springs masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρουνός — ο (AM κρουνός) 1. κάνουλα ή ειδικός σωλήνας που τοποθετείται σε βρύση για να ρέει το νερό με μεγαλύτερη πίεση 2. μτφ. αφθονία, συνήθως υγρού (α. «άνοιξαν οι κρουνοί τ ουρανού» β. «κρουνοί δακρύων» γ. κεῑνο δ Ἁφαίστειο κρουνοὺς ἑρπετόν», Πίνδ.)… … Dictionary of Greek